Επειδή τα μαλλιά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εμφάνισής μας, η απώλειά τους μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τόσο την εικόνα μας όσο και την αυτοπεποίθησή μας. 

Περιπτώσεις όπου η αλωπεκία έχει φτάσει σε προχωρημένο στάδιο και οι τοπικές θεραπείες δεν είναι αρκετές για να επαναφέρουν το πρόβλημα, η μεταμόσχευση μαλλιών είναι εδώ για να δώσει τη λύση. Αν και τα τελευταία χρόνια, η μεταμόσχευση μαλλιών είναι πολύ διαδεδομένη και όλο και περισσότερα άτομα προβαίνουν σε μία τέτοια επέμβαση, πολλοί είναι εκείνοι που διστάζουν να τη δοκιμάσουν. Δεν χωρά κανένας δισταγμός, παρά μόνο ένα ραντεβού για να απαλλαχτείς και η ψυχολογία σου να ανέβει στα ύψη.

Ένα από τα συνηθέστερα αίτια της αλωπεκίας αποτελεί η κληρονομικότητα, που προκαλείται από την ορμόνη διυδροτεστοστερόνη (DHT). Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλοί ακόμη παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε τριχόπτωση μερικοί από τους οποίους είναι η γήρανση, το άγχος, οι ορμονικές μεταβολές, οι εξαντλητικές δίαιτες, η χρήση προϊόντων με χημικά, η ατμοσφαιρική μόλυνση και η λήψη έντονης φαρμακευτικής αγωγής.

Κυρίως, η μείωση της πυκνότητας του τριχωτού της κεφαλής επηρεάζει τους νέους άντρες, γεγονός που οδηγεί στη χαρακτηριστική υποχωρητική γραμμή των μαλλιών και σταδιακά δημιουργεί αραιώσεις στο κεφάλι, οι οποίες εντείνονται και οδηγούν σε λείανση του τριχωτού της κεφαλής, δηλαδή στο να μην υπάρχει καθόλου τριχοφυΐα σε συγκεκριμένα σημεία (δημιουργία φαλάκρας). Επίσης, παρατηρείται πολύ συχνά η εξάπλωση του φαινομένου και στο πρόσωπο, επιφέροντας σημαντική μείωση της πυκνότητας της γενειάδας τους.

Αφού εκτιμηθούν και αναλυθούν οι ανάγκες και αισθητικές προτιμήσεις του εκάστοτε ασθενή, σχεδιάζεται η αντίστοιχη γραμμή των μαλλιών στο κεφάλι. Στη συνέχεια, ακολουθεί προσεκτική απόσπαση και συλλογή τριχοθυλακίων από την δότρια περιοχή, συνήθως στο πίσω μέρος του κεφαλιού, χωρίς δημιουργία μόνιμης ουλής. Τέλος, τα μοσχεύματα εμφυτεύονται με ακρίβεια χιλιοστομέτρου στις προηγουμένως επισημασμένες περιοχές, μέχρις ότου ολόκληρη η επιφάνεια γεμίσει όσο πιο πυκνά γίνεται.

Η διαδικασία είναι εντελώς ανώδυνη και γίνεται με τοπική αναισθησία. Δεν απαιτείται σε καμία περίπτωση γενική νάρκωση. Μετά την επέμβαση συνήθως αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι μια μικρή ενόχληση για λίγα λεπτά.